- μαχαιροποιεῖον
- μᾰχαιρο-ποιεῖον, τό,A cutler's factory, D.27.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαχαιροποιείον — μαχαιροποιεῑον, τὸ (Α) [μαχαιροποιός] εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών («τὸ δὲ μαχαιροποιεῑον οὐκ ἔλαττον ἢ τοσοῡτον ἕτερον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
μαχαιροποιεῖον — cutler s factory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)